- αγκυλωματιά
- η1) см. αγκύλωμα; 2) след от укола (шилом и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκυλωματιά — η [αγκύλωμα] τρύπημα, γρατζουνιά, γδάρσιμο (από αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) … Dictionary of Greek
αγκυλωσιά — η [αγκυλώνω] η αγκυλωματιά* … Dictionary of Greek
αγκύλωμα — το (Α ἀγκύλωμα) (νεοελλ) 1. τρύπημα, κέντρισμα (με αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) 2. αγκύλι, αγκάθι αρχ. καμπή, καμπυλότητα, κυρτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκυλῶ, νεοελλ. αγκυλώνω. ΠΑΡ. αγκυλωματιά] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
αγκύλωμα — το, ατος και αγκυλωματιά, η κεντιά με αγκύλια, πόνος σωματικός ή ψυχικός: Ένιωσα μέσα μου ένα δυνατό αγκύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)